- αθροιστήρας
- [-ήρ (-ήρος)] ο арифмометр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθροιστής — αθροιστής, ο και αθροιστήρας, ο και αθροιστική μηχανή, η όργανο με το οποίο γίνονται μηχανικά προσθέσεις και αφαιρέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)